Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "μανιώδης -ης -ες"
1 εγγραφή
μανιώδης -ης -ες [manióδis] Ε11 : 1. (για πρόσ.) που αγαπά ή επιδιώκει έντονα κτ. ή ασχολείται υπερβολικά με αυτό: ~ καπνιστής / συλλέκτης γραμματοσήμων. 2. (σπάν.) πολύ έντονος: Mανιώδεις προσπάθειες. μανιωδώς ΕΠIΡΡ: Δουλεύει / καπνίζει ~, πάρα πολύ. Ο αέρας φυσούσε ~, μανιασμένα.

[λόγ. < αρχ. μανιώδης· λόγ. < ελνστ. μανιωδῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες