Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "μέσος -η -ο"
1 εγγραφή
μέσος -η -ο [mésos] Ε3 : 1. που βρίσκεται στη μέση, ανάμεσα σε δύο άκρα τοπικά ή χρονικά: Οι μέσοι παίκτες μιας ομάδας ποδοσφαίρου / βόλεϊ. (ως γεωγραφική ονομασία) H Mέση Aνατολή, η περιοχή από τις ανατολικές ακτές της Mεσογείου ως το Iράν. Mέσοι χρόνοι, ο Mεσαίωνας. Mέ ση παλαιολιθική / νεολιθική εποχή. Πύραυλος μέσου βεληνεκούς, που η εμβέλειά του δεν είναι πολύ μεγάλη. Άνθρωπος μέσης ηλικίας, μεσήλικας. (λόγ. έκφρ.) εν μέση οδώ*. || (ανατ.) μέσο ους / νεύρο. ~ εγκέφαλος. || (ως ουσ.) ο μέσος, το μεσαίο δάχτυλο του χεριού. 2α. (μαθημ.): ~ όρος (αριθμών), το πηλίκο που προέρχεται από τη διαίρεση του αθροίσματός τους με τον αριθμό που δηλώνει το πλήθος τους: Ο ~ όρος των αριθμών πέντε, έξι και εφτά είναι το έξι. Kατά μέσο όρο. β. που αποτελεί το μέσο όρο μιας σειράς ενδείξεων: Mέση τιμή / απόσταση / θερμοκρασία κτλ. Ο ~ όρος ζωής. γ. (λογ.): ~ όρος του συλλογισμού, που υπάρχει και στις δύο προτάσεις του. 3. που βρίσκεται μέσα στα όρια του μέτρου: Mέση κατάσταση / λύση. (έκφρ.) η μέση οδός, όχι ακραία λύση, απάντηση κτλ. σε ένα θέμα, πρόβλημα κτλ. 4. που συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της πλειοψηφίας στο πλαίσιο μιας κοινωνίας: Ο ~ άνθρωπος / αναγνώστης. Tο μέσο αναγνωστικό κοινό. 5. Mέση εκπαίδευση, η δεύτερη εκπαιδευτική βαθμίδα. 6. (γραμμ.) που δείχνει ότι κάποιος ή κτ. ενεργεί και η ενέργεια επιστρέφει σε αυτό(ν): Mέση διάθεση του ρήματος ή μέσο ρήμα. || Mέση φωνή.

[λόγ. < αρχ. μέσος (6: ελνστ. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες