Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μάρτυρας 2 ο : 1. επίσημος εκκλησιαστικός χαρακτηρισμός χριστιανού που έχει υποστεί μαρτυρικό θάνατο, επειδή αρνήθηκε να αποκηρύξει την πίστη του: Όσιοι, μάρτυρες και ομολογητές. 2. αυτός που έχει υποστεί μαρτύρια και ιδίως θάνατο συνήθ. για ένα ιδανικό: Οι μάρτυρες της ελευθερίας / της κοινωνικής δικαιοσύνης. Mνημείο για τους μάρτυρες της Aντίστασης. Mην παριστάνεις το μάρτυρα. || (μτφ.): Είναι κάποιος ~, υποφέρει πολύ.
[ελνστ. μάρτυς, αιτ. -υρα `που έδωσε μαρτυρία μέχρι το θάνατο΄ < αρχ. μάρτυς (δες μάρτυρας 1)]