Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "λιανός -ή -ό"
1 εγγραφή
λιανός -ή -ό [lanós] Ε1 : (λαϊκότρ.) λεπτός, ισχνός. || (ως ουσ.) τα λιανά: α. μικρά κομμάτια από ένα διαμελισμένο σύνολο. ΦΡ το / τα κάνω λιανά, εξηγώ λεπτομερώς: Δεν καταλάβαμε, (για) κάν΄ τα μας λιανά· ΣYN ΦΡ τα κάνω ψιλά. β. (για χρήματα) τα ψιλά, τα κέρματα.

[μσν. λιανός < λεί(ος) -ανός (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες