Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "λεπτό 1"
1 εγγραφή
λεπτό 1 το [leptó] Ο38 : 1. νομισματική μονάδα ίση προς το ένα εκατοστό της δραχμής: Πενήντα λεπτά, το πενηντάλεπτο, το πενηνταράκι. Είκοσι λεπτά, το εικοσάλεπτο, η εικοσάρα. Δέκα λεπτά, το δεκάλεπτο, η δεκάρα. || το αντίστοιχο νόμισμα που υπήρχε παλαιότερα, το μονόλεπτο. 2. (πληθ.) τα χρήματα, τα λεφτά*.

[λόγ. < ελνστ. λεπτόν `μικρό νόμισμα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες