Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "λαοφιλής -ής -ές"
1 εγγραφή
λαοφιλής -ής -ές [laofilís] Ε10 : που είναι αγαπητός στο λαό, δημοφιλής: ~ ηγέτης / κυβερνήτης / πρωθυπουργός.

[λόγ. λαο- + φιλ(ώ) -ής κατά το ελνστ. δημοφιλής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες