Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λάου λάου [láu láu] επίρρ. : α. σιγά σιγά, χωρίς βιασύνη: Δε βιάζεται να τελειώσει, το πάει ~. β. με επιτήδειο, κατάλληλο τρόπο, με το μαλακό: Δε χρειάζεται να τον πιέζεις· θα τον καταφέρεις με το ~.
[λάγου λάγου, γεν. της λ. λαγός υποχωρ. (σύγκρ. κάκου) και με αποβ. του μεσοφ. [γ] ]