Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "λάου λάου"
1 εγγραφή
λάου λάου [láu láu] επίρρ. : α. σιγά σιγά, χωρίς βιασύνη: Δε βιάζεται να τελειώσει, το πάει ~. β. με επιτήδειο, κατάλληλο τρόπο, με το μαλακό: Δε χρειάζεται να τον πιέζεις· θα τον καταφέρεις με το ~.

[λάγου λάγου, γεν. της λ. λαγός υποχωρ. (σύγκρ. κάκου) και με αποβ. του μεσοφ. [γ] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες