Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "κοινόχρηστος -η -ο"
1 εγγραφή
κοινόχρηστος -η -ο [kinóxristos] Ε5 : που είναι σε κοινή χρήση, που τον χρησιμοποιούν πολλοί: ~ χώρος. Διατηρείτε καθαρούς τους κοινόχρηστους χώρους. Kοινόχρηστη αυλή / κουζίνα. Yπάρχει έλλειψη από κοινόχρηστους χώρους υπαίθριας αναψυχής. || (ως ουσ.) τα κοινόχρηστα, το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται κάθε μήνα και κατ΄ αναλογία από τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας για την αντιμετώπιση των κοινών εξόδων.

[λόγ. κοινο- + αρχ. χρηστ(ός) `που μπορεί να χρησιμοποιηθεί΄ -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες