Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "κατηφής -ής -ές"
1 εγγραφή
κατηφής -ής -ές [katifís] Ε10 : που η έκφραση του προσώπου του δείχνει την κακή ψυχική του διάθεση, δηλαδή τη στενοχώρια, τη δυσαρέσκεια, τη μελαγχολία κτλ.· σκυθρωπός: Kαθόταν ~ και αμίλητος, η εμφάνιση όμως των παιδιών τον έκανε να χαμογελάσει.

[λόγ. < αρχ. κατηφής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες