Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "καρδινάλιος 1"
1 εγγραφή
καρδινάλιος 1 ο [karδinálios] Ο20α : τίτλος ανώτατου κληρικού της καθολικής εκκλησίας, ο οποίος έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στην εκλογή του πάπα και να εκλέγεται πάπας. (έκφρ.) έχει / με ύφος δέκα καρδιναλίων, για κπ. που έχει πολύ υπεροπτικό ύφος.

[λόγ. < μσν. καρδινάλιος < μσνλατ. cardinal(is) -ιος (πρβ. μσν. καρδινάλης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες