Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "κανονιστικός -ή -ό"
1 εγγραφή
κανονιστικός -ή -ό [kanonistikós] Ε1 : (επιστ.) που έχει σχέση με την επιβολή ενός νόμου ή κανονισμού, που ρυθμίζει κτ.: Kανονιστικό διάταγμα, που κανονίζει τις λεπτομέρειες της εφαρμογής ενός νόμου. Kανονιστική πράξη, αναγκαστική ρύθμιση που έχει ισχύ νόμου. Kανονιστική γραμματική, που καθορίζει τους κανόνες που διέπουν τη γλώσσα· ρυθμιστική. ANT περιγραφική. Kανονιστικές επιστήμες, κανονικές επιστήμες.

[λόγ. < ελνστ. κανονιστικός (γραμμ. σημ.) & σημδ. γαλλ. réglementaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες