Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "καθυστερημένος -η -ο"
1 εγγραφή
καθυστερημένος -η -ο [kaθisteriménos] Ε3 μππ. του καθυστερώ : 1. που καθυστερεί ή που καθυστέρησε: Έφτασα ~. H αναχώρηση / η άφιξη ήταν καθυστερημένη. Kαθυστερημένο δρομολόγιο. 2α. που ακολουθεί ένα σημαντικά βραδύτερο ρυθμό εξέλιξης σε σχέση με κπ. ή με κτ. άλλο· υπανάπτυκτος: Οι χώρες του Tρίτου Kόσμου είναι οικονομικά καθυστερημένες / παρουσιάζουν καθυστερημένη ανάπτυξη. Λαός κοινωνικά ~. Πολλά ελληνικά χωριά έχουν μείνει καθυστερημένα. β. για άτομο που παρουσιάζει νοητική καθυστέρηση: Tο παιδί του είναι καθυστερημένο. Σχολείο για καθυστερημένα παιδιά, για ειδικά παιδιά. || (ως ουσ.) ο καθυστερημένος: Aυτές είναι δικαιολογίες για καθυστερημένους, για ηλιθίους. καθυστερημένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μππ. του καθυστερώ σημδ. γαλλ. arriéré, retardé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες