Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "κάμπος 1"
1 εγγραφή
κάμπος 1 ο [kámbos] Ο18 : η πεδιάδα: Οι τσοπάνηδες το χειμώνα αφήνουν τα βουνά και κατεβαίνουν στους κάμπους. Ο Θεσσαλικός ~. Οι κάμποι της Mακεδονίας. (έκφρ.) σαν την καλαμιά* στον κάμπο. || επίπεδη εξοχική τοποθεσία: Bγήκαν στους κάμπους να μαζέψουν αγριολούλουδα.

[μσν. κάμπος < λατ. camp(us) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες