Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ισόποσος -η -ο [isóposos] Ε5 : που ως ποσό ή ποσότητα είναι ίσος με άλλον: Tρεις ισόποσες δόσεις. Iσόποσα μερίδια. || που γίνεται σε ίσα ποσά ή σε ίσες ποσότητες: Iσόποση κατανομή.
[λόγ. < μσν. ισόποσος < ισο- + ποσ(όν) -ος]