Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ισόποσος -η -ο"
1 εγγραφή
ισόποσος -η -ο [isóposos] Ε5 : που ως ποσό ή ποσότητα είναι ίσος με άλλον: Tρεις ισόποσες δόσεις. Iσόποσα μερίδια. || που γίνεται σε ίσα ποσά ή σε ίσες ποσότητες: Iσόποση κατανομή.

[λόγ. < μσν. ισόποσος < ισο- + ποσ(όν) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες