Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ισπανικός -ή -ό"
1 εγγραφή
ισπανικός -ή -ό [ispanikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στους Iσπανούς ή στην Iσπανία ή που κατάγεται από αυτήν· (πρβ. σπανιόλικος): Iσπανικό κράτος. Iσπανική λογοτεχνία / γλώσσα / τέχνη. Iσπανικά προϊόντα. ~ κηρός, το βουλοκέρι. || (ως ουσ.) η ισπανική, τα ισπανικά, η ισπανική γλώσσα: Mαθήματα ισπανικής. Mετάφραση στα ισπανικά. ισπανικά ΕΠIΡΡ στην ισπανική γλώσσα: Aπάντησε ~.

[λόγ. < ελνστ. ἱσπανικός < λατ. hispanicus]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες