Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θρησκόληπτος -η -ο [θriskóliptos] Ε5 : που δείχνει μια υπερβολική και απλοϊκή προσήλωση σε κάθε είδους θρησκευτικές αντιλήψεις και προλήψεις: Θρησκόληπτη γριούλα. Ο ~ άνθρωπος φοβάται το Θεό, ο θρήσκος τον αγαπά.
[λόγ. θρήσκ(ος) + -ληπτος, σφαλερή δημιουργία κατά το ελνστ. θεόληπτος `εμπνευσμένος απ΄ το Θεό, προληπτικός΄]