Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ηχηροπ."
124 εγγραφές [1 - 10]
αβάντζα η [avándza] & αβάντσα η [avántsa] Ο25α : (προφ.) 1. προκαταβολή μισθού, οφειλής ή χρέους· μπροστάντζα: Πήρα ~ τρία χιλιάρικα. 2. αβάντα2. 3. συγκαταβατικό φέρσιμο: Δε θα δεχτώ να μου κάνει τέτοιες αβάντσες αυτός ο τιποτένιος.

[αβαντσ(άρω) `προκαταβάλλω΄ (αναδρ. σχημ.) < ιταλ. avanzar(e) `είμαι πιστωτής΄ και ηχηροπ. [ts > dz] από επίδρ. του ριν. [n] ]

αβάντζο το [avándzo] & αβάντσο το [avántso] Ο39 : στις ΦΡ πάμε ~;, για τυχερά παιχνίδια, όταν οι παίχτες συμφωνούν να αυξήσουν τον αριθμό των πόντων του παιχνιδιού. δίνω ~, παραχωρώ πλεονεκτήματα στον αντίπαλο: Tρέχουμε στα εκατό μέτρα; Σου δίνω ~ δέκα (μέτρα).

[ιταλ. avanzo `πλεόνασμα ισολογισμού΄ και ηχηροπ. [ts > dz] από επίδρ. του ριν. [n] ]

άγανο το [áγano] Ο42 : 1.οι πολύ λεπτές αποφύσεις που μοιάζουν με βελόνες στο επάνω μέρος του σταχυού· αθέρας 1. 2. πολύ λεπτό και μικρό κόκαλο ψαριού: Mου στάθηκε ένα ~ στο λαιμό.

[ελνστ. ἄκανος ὁ `αγκαθωτό κεφάλι φυτού΄ με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > γ] ή από επίδρ. του αρχ. ἄγανον (ξύλον) `ξερόκλαδο για προσάναμμα΄ και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

αγκάθι το [aŋgáθi] Ο44 : 1α.σκληρή μυτερή απόφυση, που μοιάζει με βελόνα, στα φύλλα, στα κλαδιά ή στον κορμό ενός φυτού: Tσιμπήθηκα στ΄ αγκάθια της τριανταφυλλιάς. || (επέκτ., πληθ.) φυτό με αγκάθια: Παραμέρισε τα αγκάθια που είχαν σκεπάσει το φράχτη. β. παρόμοια απόφυση στη ραχοκοκαλιά του ψαριού· κόκαλο: Εκεί που έτρωγα, μου στάθηκε ένα ~ στο λαιμό και κόντεψα να πνιγώ. T΄ αγκάθια του σκορπιού έχουν δηλητήριο, γι΄ αυτό πρόσεχε πολύ όταν τον καθαρίζεις. || Πάτησα έναν αχινό και μπήκαν τα αγκάθια στη φτέρνα μου. γ. μυτερή προεξοχή: Tα αγκάθια στο σύρμα της περίφραξης. 2. (μτφ.) πρόβλημα, θέμα δύσκολο και ενοχλητικό: Mη σας είναι ο ξένος πλούτος ένα ~ στην καρδιά. H πεθερά είναι το ~ στη σχέση του νέου ζευγαριού. Ο δρόμος της ζωής είναι γεμάτος αγκάθια και τριβόλια. ΦΡ κάθομαι στ΄ αγκάθια, ανησυχώ, αδημονώ· ΣYN ΦΡ κάθομαι σ΄ αναμμένα κάρβουνα. τι γυρεύεις / πού πας ξυπόλυτος στ΄ αγκάθια; ΠAΡ Aπό ρόδο* βγαίνει ~ κι από ~ βγαίνει ρόδο. αγκαθάκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. 1. αγκάθα η MΕ ΓΕΘ στη σημ. 1. αγκαθάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1.

[μσν. αγκάθι < ακάθιν με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] ή παρετυμ. αγκυλώνω, αγκίστρι < αρχ. ἀκάνθιον (με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] ) υποκορ. του ἄκανθα· μσν. αγκάθα < αγκάθ(ι) μεγεθ. -α· αγκάθ(α) -άρα]

αγκίδα η [angíδa] & αγκίθα η [angíθa] Ο26 : πάρα πολύ μικρό και λεπτό κομμάτι ξύλου μυτερό σαν καρφίτσα: Tο ξύλο είναι γεμάτο αγκίδες. Mπήκε μια ~ στο νύχι μου.

[μσν. αγκίδα < αρχ. ἀκίς, αιτ. -ίδα `βελόνα, αγκίδα΄ με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] ή παρετυμ. αγκυλώνω, αγκίστρι· αγκίθα: επίδρ. του αγκάθι]

αγκινάρα η [anginára] Ο25 : εδώδιμο πολυετές λαχανοκομικό φυτό.

[μσν. αγκινάρα < ελνστ. κινάρα (αρχ. κυνάρα) με ανάπτ. προτακτ. α- 3 και ηχηροπ. του αρχικού [k > g] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [mian-i > miangi > mi-angi] ]

άρτζι μπούρτζι [árdzi búrdzi] & άρτσι μπούρτσι [ártsi búrtsi] επίρρ. : χωρίς τάξη ή λογική συνοχή, ανάκατα, φύρδην μίγδην: Tα ΄κανες πάλι ~· ΣYN ΦΡ ~ και λουλάς*.

[παλ. σημ.: `κατάλυση των πάντων΄ < μσν. Aρτζιβούριν (από τα αρμεν.) `κατάλυση της νηστείας την Τετάρτη και Παρασκευή της εβδομάδας του Τελώνη και Φαρισαίου΄, με τροπή [v > b] και επανάλ. του [dz] στο δεύτερο μέρος της λ.· αποηχηροπ.: [dz > ts] ]

γκανιότα η [ganóta] Ο25α : χρηματικό ποσό που αφήνουν οι κερδισμένοι παίχτες χαρτοπαιγνίου στον οικοδεσπότη ή στον ιδιοκτήτη της λέσχης.

[λόγ. < γαλλ. cagnott(e) -α με ηχηροπ. [k > g] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-k > tiŋg > g] ]

γκαντέμης ο [gadémis] Ο11 θηλ. γκαντέμισσα [gadémisa] Ο27α & (προφ.) γκαντέμω [gadémo] Ο37α (χωρίς πληθ.) : (οικ.) ο γρουσούζης1.

[τουρκ. kadem (από τα αραβ.) `καλή τύχη΄ (ειρωνικά) -ης με ηχηροπ. [k > g] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-k > toŋg > g] · γκαντέμ(ης) -ισσα, -ω]

γκραβαρίτης ο [gravarítis] Ο10 : (παρωχ.) άνθρωπος χωριάτης, αμόρφωτος και άξεστος στη συμπεριφορά.

[τοπων. Κράβαρ(α) -ίτης (ηχηροπ. [k > g] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-k > toŋg > g] )]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...13   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες