Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηλεκτρόφωνο το [ilektrófono] Ο41 : παλαιότερη ονομασία για ηλεκτρικό μηχάνημα αναπαραγωγής ήχων γραμμένων σε δίσκο· (πρβ. πικάπ, τζουκ μποξ).
[λόγ. < διεθ. electro- = ηλεκτρο- + -phone = -φωνον]