Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ζεϊμπέκικος -η -ο"
1 εγγραφή
ζεϊμπέκικος -η -ο [zeibékikos] & ζεμπέκικος -η -ο [zebékikos] Ε5 : α. που ανήκει ή αναφέρεται στους ζεϊμπέκους ή που έχει σχέση με αυτούς: Zεϊμπέκικη φορεσιά / ενδυμασία. β. για είδος αντρικού χορού που έχει μικρασιατική προέλευση και την αντίστοιχη μουσική: ~ χορός. Zεϊμπέκικη μουσική. Zεϊμπέκικα τραγούδια. || (ως ουσ.) ο ζεϊμπέκικος, το ζεϊμπέκικο, ο ζεϊμπέκικος χορός· ζεϊμπεκιά: Οι αργές αρρενωπές κινήσεις του ζεϊμπέκικου.

[ζεϊμπέκ(ης) -ικος· αποβ. του [i] ύστερα απ΄ το [e] για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες