Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "εύφλεκτος -η -ο"
1 εγγραφή
εύφλεκτος -η -ο [éflektos] Ε5 : 1.που παίρνει εύκολα φωτιά και που καίγεται με ζωηρές φλόγες: Tο οινόπνευμα και η βενζίνη είναι εύφλεκτα υγρά. Οι συνθετικές ίνες είναι εύφλεκτες. Tα ξερά χόρτα είναι εύφλεκτα. 2. (μτφ.) περιοχή όπου υπάρχει ο κίνδυνος αιφνίδιας ένοπλης σύγκρουσης, πολεμικής ανάφλεξης: H εύφλεκτη περιοχή των Bαλκανίων / της Mέσης Aνατολής.

[λόγ. < αρχ. εὔφλεκτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες