Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "εύρυθμος -η -ο"
1 εγγραφή
εύρυθμος -η -ο [évriθmos] Ε5 : για κτ. που γίνεται με ομαλό ρυθμό, συνήθ. εύρυθμη λειτουργία, ομαλή: H εύρυθμη λειτουργία της καρδιάς. Mε το σωστό προγραμματισμό εξασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. εύρυθμα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. εὔρυθμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες