Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "εφετικός -ή -ό"
1 εγγραφή
εφετικός -ή -ό [efetikós] Ε1 : (στην αρχ. ελλην. γραμμ.) εφετικά ρήματα, ρήματα που δηλώνουν επιθυμία.

[λόγ. < ελνστ. ἐφετικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες