Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ευώνυμος -η -ο"
1 εγγραφή
ευώνυμος -η -ο [evónimos] Ε5 : αριστερός, κυρίως στην απαρχαιωμένη έκφραση εξ ευωνύμων, εξ αριστερών, από αριστερά, και πειραχτικά: Ο εξ ευωνύμων (του προέδρου) σιωπούσε, αντίθετα ο εκ δεξιών ήταν λαλίστατος. ευωνύμως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. εὐώνυμος (“με καλό όνομα”, ευφ.)· λόγ. ευώνυμ(ος) -ως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες