Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ευνοούμενος -η -ο"
1 εγγραφή
ευνοούμενος -η -ο [evnoúmenos] Ε5 : που έχει την εύνοια, την προστασία, την προνομιακή μεταχείριση ή την προτίμηση ανθρώπου ή ανθρώπων που διαθέτουν κάποια ισχύ: Είναι ο ~ υπάλληλος του διευθυντή. Ορισμένοι μαθητές είναι οι ευνοούμενοι του καθηγητή. Tο φετινό καλοκαίρι η ευνοούμενη χώρα από τους τουρίστες είναι η Ελλάδα. || (ως ουσ.) ο ευνοούμενος: Όλοι οι ευνοούμενοι του προϊσταμένου πήραν προαγω γή. || (μτφ.): ~ της τύχης, τυχερός. || (στο διεθνές δίκαιο) ρήτρα του μάλλον ευνοούμενου κράτους, συμβατική υποχρέωση ενός κράτους απέναντι σε ένα άλλο, να του παρέχει εμπορικά πλεονεκτήματα μεγαλύτερα από ό,τι έχει παραχωρήσει ή θα παραχωρήσει σε ένα τρίτο κράτος. || (ειδικότ., ως ουσ.) η ευνοουμένη, αρσ. ευνοούμενος, ερωμένη ή ερωμένος ηγεμόνα που ασκούσε επιρροή και σε θέματα που αφορούσαν τη διοίκηση του κράτους: Οι ευνοούμενες των Γάλλων βασιλιάδων διοικούσαν από τα παρασκήνια. Ο Ορλώφ ήταν ~ της Mεγάλης Aικατερίνης.

[λόγ. μπε. < αρχ. εὐνοῶ `έχω ευνοϊκή διάθεση΄, εὐνοοῦμαι `είμαι αγαπητός΄ μτφρδ. γαλλ. favori ή ιταλ. favorito]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες