Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "εταστικός -ή -ό"
1 εγγραφή
εταστικός -ή -ό [etastikós] Ε1 : (λόγ.) εξεταστικός, παρατηρητικός: Εταστικό βλέμμα / ύφος. εταστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐταστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες