Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ερμηνευτικός -ή -ό"
1 εγγραφή
ερμηνευτικός -ή -ό [ermineftikós] Ε1 : που έχει σχέση με την ερμηνεία γενικά και ιδίως γίνεται για να αναλύσει ή για να εξηγήσει κτ.: Στο κείμενο του νόμου έχει επισυναφθεί μία ερμηνευτική εγκύκλιος. Tο βιβλίο περιέχει εκτός από το αρχαίο κείμενο και ερμηνευτικές σημειώσεις.

[λόγ. < ελνστ. ἑρμηνευτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες