Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "εποχούμενος -η -ο"
1 εγγραφή
εποχούμενος -η -ο [epoxúmenos] Ε5 : (λόγ., ειρ.) για κπ. που διανύει μία απόσταση μέσα σε όχημα ή επάνω σε φορτηγό ζώο: Πήγαμε όλοι με τα πόδια κι αυτός μας ήρθε ~.

[λόγ. < ελνστ. ἐποχούμενος μπε. του αρχ. ἐποχοῦμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες