Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εποχούμενος -η -ο [epoxúmenos] Ε5 : (λόγ., ειρ.) για κπ. που διανύει μία απόσταση μέσα σε όχημα ή επάνω σε φορτηγό ζώο: Πήγαμε όλοι με τα πόδια κι αυτός μας ήρθε ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐποχούμενος μπε. του αρχ. ἐποχοῦμαι]