Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "επακριβής -ής -ές"
1 εγγραφή
επακριβής -ής -ές [epakrivís] Ε10 : που είναι τελείως ακριβής: Kαθορισμός επακριβών ορίων και περιοριστικών παραγόντων. επακριβώς ΕΠIΡΡ με κάθε ακρίβεια, με κάθε λεπτομέρεια: Εξήγησέ μου ~ τι συνέβη.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. επίρρ. ἐπακριβ(ές) -ής (αναδρ. σχημ.)· λόγ. επακριβ(ής) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες