Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "επίγειος -α -ο"
1 εγγραφή
επίγειος -α -ο [epíjios] Ε6 : α.που αναφέρεται και ιδίως βρίσκεται στη γη ως χώρο κατοικίας και δραστηριότητας των ανθρώπων· (πρβ. εγκόσμιος). ANT ουράνιος, επουράνιος: Επίγεια ζωή. Επίγεια αγαθά. (έκφρ.) ~ παράδεισος, εξαιρετικά ωραίος και ευχάριστος τόπος διαμονής. || (ως ουσ.) τα επίγεια, τα υλικά αγαθά. β. που αναφέρεται και ιδίως βρίσκεται στην επιφάνεια της ξηράς· (πρβ. υπόγειος, εναέριος, θαλάσσιος): ~ στόχος. Επίγειες ενδείξεις για επικείμενο σεισμό. || (βοτ.) ~ βλαστός, που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους.

[λόγ. < αρχ. ἐπίγειος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες