Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ενύπνιος -α -ο"
1 εγγραφή
ενύπνιος -α -ο [enípnios] Ε6 : (λόγ.) που συμβαίνει κατά τον ύπνο. || (ως ουσ.) το ενύπνιο, το όνειρο.

[λόγ. < αρχ. ἐνύπνιος, ἐνύπνιον τό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες