Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "εκτεταμένος -η -ο"
1 εγγραφή
εκτεταμένος -η -ο [ektetaménos] Ε3 μππ. του εκτείνω : που εκτείνεται, απλώνεται σε μεγάλη έκταση· εκτενής: Εκτεταμένα σύνορα. Εκτεταμένες παραλίες. Εκτεταμένη οροσειρά. || Εκτεταμένη περιοχή, ευρεία. || Εκτεταμένη βιβλιογραφία / συζήτηση. || Εκτεταμένες αρμοδιότητες, πολλές, ποικίλες, όχι περιορισμένες. εκτεταμένα & (λόγ.) εκτεταμένως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐκτεταμένος μππ. του ρ. ἐκτείνω· λόγ. < ελνστ. ἐκτεταμένως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες