Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "δυσλεξικός -ή -ό"
1 εγγραφή
δυσλεξικός -ή -ό [δisleksikós] & δυσλεκτικός -ή -ό [δislektikós] Ε1 : που πάσχει από δυσλεξία: Δυσλεξικό παιδί.

[λόγ. < γαλλ. dyslexique < dyslex(ie) -ique = -ικός· λόγ. < αγγλ. dyslectic (-ic = -ικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες