Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "δρομαίος -α -ο"
1 εγγραφή
δρομαίος -α -ο [δroméos] Ε4 : κυρίως στη λόγια έκφραση έφυγε ~, έφυγε τρέχοντας.

[λόγ. < αρχ. δρομαῖος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες