Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "δριμύς -εία -ύ"
1 εγγραφή
δριμύς -εία -ύ [δrimís] Ε7α : 1α. πολύ δυνατός, διαπεραστικός, συνήθ. για καιρικά φαινόμενα: ~ χειμώνας. Δριμύ κρύο. β. για κτ. που ερεθίζει τη γεύση ή την όσφρηση: Δριμύ άρωμα. 2. (μτφ.) για λόγο πολύ οξύ, πολύ καυστικό: Άσκησε δριμεία / δριμύτατη κριτική στην κυβέρνηση. Yπήρξε πολύ ~ στην κριτική του. (έκφρ., ειρ.) επανέρχομαι* δριμύτερος.

[λόγ. < αρχ. δριμύς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες