Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "δονκιχοτικός -ή -ό"
1 εγγραφή
δονκιχοτικός -ή -ό [δonkixotikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από έναν ιδεαλισμό που δεν έχει όμως καμιά σχέση με την πραγματικότητα. || (επέκτ., μειωτ.) που χαρακτηρίζεται από μια θεατρινίστικη επιδειξιομανία φανταστικών ικανοτήτων. δονκιχοτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. δον Κιχότ(ης) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες