Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "διεισδυτικός -ή -ό"
1 εγγραφή
διεισδυτικός -ή -ό [δiizδitikós] Ε1 : που έχει την ικανότητα να διεισδύει, να εμβαθύνει: Tο διεισδυτικό βλέμμα / η διεισδυτική ματιά του διακρίνει και αναλύει τα σύγχρονα προβλήματα. H κριτική του είναι διεισδυτική. διεισδυτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. διεισδύ(ω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες