Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "δευτεροκλασάτος -η -ο"
1 εγγραφή
δευτεροκλασάτος -η -ο [δefteroklasátos] Ε3 : (οικ.) για κπ. που ανήκει σε μια δεύτερη, κατώτερη κατηγορία ενός συνόλου, και ως ουσ.: Aνήκει στα δευτεροκλασάτα στέλεχη του κόμματος. Δε θα ρωτήσουμε τώρα και τους δευτεροκλασάτους!

[λόγ. δευτερο- + κλάσ(η) -άτος κατά το πρωτοκλασάτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες