Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "δάφνινος -η -ο"
1 εγγραφή
δάφνινος -η -ο [δáfninos] Ε5 : που είναι φτιαγμένος από φύλλα δάφνης: Δάφνινο στεφάνι, και ως σύμβολο δόξας.

[λόγ. < ελνστ. δάφνινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες