Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "γονικός 1 -ή -ό"
1 εγγραφή
γονικός 1 -ή -ό [γonikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στους γονείς: Γονική μέριμνα, επίβλεψη που ασκεί ο ένας ή και οι δύο γονείς επάνω στο παιδί. Γονική άδεια, πρόσθετη άδεια που δικαιούται από τη δουλειά του ένας εργαζόμενος γονιός. Γονική παροχή: Έκανε το σπίτι γονική παροχή στην κόρη του. || (οικ.) Γονικό σπίτι / αμπέλι. 2. (ως ουσ.) (οικ.) τα γονικά, οι γονείς: Επισκέφτηκε τα γονικά του.

[1: λόγ. < ελνστ. γονικός· 2: ελνστ. γονικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες