Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "γκαβός -ή -ό"
1 εγγραφή
γκαβός -ή -ό [gavós] Ε1 : α. (οικ.) αλλήθωρος, στραβός 2. || (υβρ., ως ουσ.) τα γκαβά, τα μάτια: Άνοιξε τα γκαβά σου!, πρόσεξε, μάθε ή ενημερώσου. β. (στρατ., προφ., μειωτ.) για στρατιώτη που μόλις παρουσιάστηκε ή μόλις τελείωσε τη βασική του εκπαίδευση, συχνά και ως ουσ.

[βλάχ. gav(ŭ) ( [gá-] ) `τυφλός΄ -ος, μετακ. τόνου κατά τα στραβός, τυφλός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες