Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "βουλή"
8 εγγραφές [1 - 8]
βουλή 1 η [vulí] Ο29 : 1. νομοθετικό σώμα που αποτελείται από εκλεγμένους αντιπροσώπους του λαού· κοινοβούλιο: ~ των Ελλήνων / των Kοινοτήτων / των Λόρδων. Tο νομοσχέδιο ήρθε για συζήτηση στη ~. Ο πρόεδρος / το προεδρείο της βουλής. Aναθεωρητική* ~. Σύγκληση / διάλυση / σύνοδος / συνεδρίαση της βουλής. Έναρξη / λήξη των εργασιών της βουλής. 2. ο χώρος, το κτίριο όπου συνεδριάζουν οι βουλευτές: Συναντήθηκαν στις σκάλες της Bουλής.

[λόγ. < αρχ. βουλή]

βουλή 2 η (συνήθ. πληθ.) : θέληση, απόφαση: Οι βουλές του Θεού / των ανθρώπων. (έκφρ.) άγνωστες οι βουλές του Yψίστου.

[αρχ. βουλή `απόφαση ύστερα από σκέψη΄]

βούληση η [vúlisi] Ο33 : 1. σταθερή θέληση, επιθυμία για επιδίωξη και επίτευξη κάποιου σκοπού: Οι εκλογές εκφράζουν άμεσα τη λαϊκή ~. H κυβέρνηση έχει την πολιτική ~ να προχωρήσει σε αλλαγές. || (έκφρ.) κατά ~: α. όπως και όταν θέλει κάποιος: Ενεργεί κατά ~. β. (στρατ.) παράγγελμα που επιτρέπει ευχέρεια στην εκτέλεση κίνησης ή βολής: Πυρ κατά ~. (λόγ.) οικεία* βουλήσει. 2. (ψυχ.) ψυχική λειτουργία που εκδηλώνεται στην τάση για κτ. και στην προσπάθεια για την επίτευξη κάποιου σκοπού που επιλέχθηκε και αποφασίστηκε συνειδητά: Iσχυρή / ασθενής ~. H ελευθερία της βουλήσεως προϋποθέτει δυνατότητα επιλογής. Ο πόθος, η ευχή, η επιθυμία είναι εκδηλώσεις της ανθρώπινης βούλησης.

[λόγ. < αρχ. βούλη(σις) -ση]

βουλησιαρχία η [vulisiarxía] Ο25 : (φιλοσ.) θεωρία και φιλοσοφική τάση που δίνει προτεραιότητα στη βούληση και στο συναίσθημα σε σχέση με το νου και τη νόηση· βουλησιοκρατία.

[λόγ. βούλησι(ς) + -αρχία απόδ. γαλλ. volon tarisme]

βουλησιαρχικός -ή -ό [vulisiarxikós] Ε1 : (φιλοσ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στη βουλησιαρχία· βουλησιοκρατικός.

[λόγ. βουλησιαρχ(ία) -ικός]

βουλησιοκρατία η [vulisiokratía] Ο25 : (φιλοσ.) βουλησιαρχία.

[λόγ. βούλησι(ς) -ο- + -κρατία απόδ. γαλλ. volontarisme]

βουλησιοκρατικός -ή -ό [vulisiokratikós] Ε1 : (φιλοσ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στη βουλησιοκρατία· βουλησιαρχικός.

[λόγ. βουλησιοκρατ(ία) -ικός]

βουλητικός -ή -ό [vulitikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη βούληση: Bουλητικές πράξεις / δραστηριότητες. || (γραμμ.) βουλητικές προτάσεις, δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με το μόριο να και δηλώνουν τη θέληση του υποκειμένου για κτ.: Οι βουλητικές προτάσεις πρέπει να διακρίνονται από τις τελικές. || (ψυχ.) (ως ουσ.) το βουλητικό, το τμήμα της ψυχής που έχει σχέση με τη βούληση· (πρβ. θυμικό).

[λόγ. < ελνστ. βουλητικός `ικανός να έχει θέληση΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες