Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αχίλλειος -α -ο"
1 εγγραφή
αχίλλειος -ος / -α -ο [axílios] Ε15 : κυρίως στην έκφραση ~ πτέρνα, το τρωτό, το ευαίσθητο σημείο κάποιου.

[λόγ. < αρχ. Ἀχίλλειος `του Aχιλλέα΄, η έκφρ. μτφρδ. γερμ. Achillesferse ή γαλλ. talon d΄Achille]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες