Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αρχάριος -α -ο"
1 εγγραφή
αρχάριος -α -ο [arxários] Ε6 : που άρχισε πρόσφατα να μαθαίνει κτ.: ~ οδηγός. Φροντιστηριακά τμήματα αρχάριων μαθητών. || (επέκτ.) που είναι πρωτόπειρος, αδέξιος, πρωτάρης: ~ στον έρωτα / στην οδήγηση / στο επάγγελμα. (έκφρ.) την έπαθα σαν ~, φέρθηκα σαν άπειρος ή αδέξιος και απέτυχα. || (ως ουσ.) ο αρχάριος: Mέθοδος αγγλικής για αρχαρίους. Tμήματα αρχαρίων.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχάριος `που αρχίζει να φοιτά σε σχολείο΄ & σημδ. γαλλ. commençant, novice]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες