Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρτι- 1 [arti] & αρτί- [artí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (λόγ., επιστ.) α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα ή ουσιαστικοποιημένα επίθετα· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται το β' συνθετικό έχει συμβεί πρόσφατα, πριν από λίγο: ~γέννητος, ~θανής, ~σύστατος. || (ιατρ.) αρτίζωος, ολιγόζωος.
[λόγ. < αρχ. ἀρτι- < επίρρ. ἄρτι `τώρα μόλις΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἀρτι-θανής]