Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αρειμάνιος -α -ο"
1 εγγραφή
αρειμάνιος -α -ο [arimánios] Ε6 : που έχει άγριες, πολεμόχαρες διαθέσεις. || (ειρ.) που προσπαθεί να δίνει την εντύπωση του άγριου, του πολεμόχαρου: Aρειμάνιο ύφος. || Tρέφει αρειμάνιο μύστακα. αρειμανίως ΕΠIΡΡ (συνήθ. για κάπνισμα) με μανία: Kαπνίζει ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀρειμάνιος· λόγ. αρειμάνι(ος) -ως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες