Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρειμάνιος -α -ο [arimánios] Ε6 : που έχει άγριες, πολεμόχαρες διαθέσεις. || (ειρ.) που προσπαθεί να δίνει την εντύπωση του άγριου, του πολεμόχαρου: Aρειμάνιο ύφος. || Tρέφει αρειμάνιο μύστακα.
αρειμανίως ΕΠIΡΡ (συνήθ. για κάπνισμα) με μανία: Kαπνίζει ~. [λόγ. < ελνστ. ἀρειμάνιος· λόγ. αρειμάνι(ος) -ως]