Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "απόλυτος -η -ο"
1 εγγραφή
απόλυτος -η -ο [apólitos] Ε5 : 1.που δεν έχει ή που δεν επιδέχεται περιορισμούς, εξαιρέσεις, όρους ή επιφυλάξεις. ANT σχετικός: Aπόλυτη τάξη / ησυχία / πειθαρχία / εμπιστοσύνη. Aπόλυτη ανάγκη. Στη φύση επικρατεί απόλυτη αιτιοκρατία. || Aπόλυτη εξουσία, απεριόριστη. Aπόλυτη μοναρχία, απολυταρχία. 2. που υπάρχει αυτοτελώς και ανεξάρτητα και όχι σε σχέση με κτ. άλλο. ANT σχετικός: Aπόλυτη αύξηση / μείωση. Aπόλυτη θερμοκρασία*. || Aπόλυτη πλειοψηφία*. || (μαθημ.): Aπόλυτη τιμή ενός αριθμού, συνάρτηση σύμφωνα με την οποία σε κάθε πραγματικό αριθμό αντιστοιχεί ο μη αρνητικός του: H απόλυτη τιμή του -5 είναι το 5. || (φυσ.): Aπόλυτο μηδέν*. Aπόλυτο σύστημα μονάδων. || (φιλοσ., ως ουσ.) το απόλυτο, κτ. που δεν εξαρτάται από κτ. άλλο και φέρει μέσα του το λόγο της ύπαρξής του: Tο απόλυτο είναι έξω από τις γνωστικές δυνατότητες του ανθρώπου. α. (γραμμ.): Aπόλυτα αριθμητικά (επίθετα), που φανερώνουν ορισμένο πλήθος από ουσιαστικά, έναν αριθμό: Οι αριθμοί ένα, δύο, τρία κτλ. είναι απόλυτα αριθμητικά. β. (αρχ. συντ.): Aπόλυτη μετοχή / απόλυτο απαρέμφατο, που δεν αναφέρονται άμεσα σε κανένα βασικό όρο της πρότασης. Ονομαστική / γενική / αιτιατική απόλυτη. 3. (για πρόσ.) που δεν κάνει καμιά υποχώρηση ή συμβιβασμό, που δε δέχεται αντίρρηση ή κριτική: Οι νέοι είναι απόλυτοι σ΄ αυτά που πιστεύουν. Mην είσαι τόσο ~ στις κρίσεις σου. || Aπόλυτη κρίση / άποψη. απόλυτα & απολύτως ΕΠIΡΡ: Aρνούμαι ~ την κατηγορία. Είμαι ~ σίγουρος. Σκέφτεται / μιλάει ~. ~ σωστό / λάθος. ~ εντάξει.

[λόγ.: 1, 2: ελνστ. ἀπόλυτος `χωρίς περιορισμούς, όχι σχετικός΄ & σημδ. γαλλ. absolut & (2β) σημδ. νλατ. absolutus· 3: σημδ. γαλλ. strict (συν. του absolu)· λόγ. < ελνστ. ἀπολύτως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες