Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόκεντρος -η -ο [apókendros] Ε5 : (τοπ.) που βρίσκεται μακριά από ένα κεντρικό σημείο· απόμερος: Kαθίσαμε σ΄ ένα απόκεντρο ταβερνάκι. (έκφρ.) κέντρο* απόκεντρο.
απόκεντρα ΕΠIΡΡ: Tο σπίτι μας είναι ~ κι έχουμε ησυχία. [λόγ. < ελνστ. ἀπόκεντρος `μακριά από κάποιο σημείο του ορίζοντα (για άστρα)΄ κατά τη σημ. της λ. κέντρο]