Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "απρόσβλητος -η -ο"
1 εγγραφή
απρόσβλητος -η -ο [aprózvlitos] Ε5 : που δεν προσβάλλεται (εύκολα). ANT ευπρόσβλητος. 1α. για κπ. ή για κτ. που μπορεί να προβάλει αποτελεσματική αντίσταση σε μια ανοιχτή ή ύπουλη επίθεση: Ο καλός εξοπλισμός και το υψηλό ηθικό των στρατιωτών κάνει τη χώρα μας απρόσβλητη. H ακλόνητη ηθική του τον κάνει απρόσβλητο από κάθε συκοφαντία. β. για ζωντανό οργανισμό που είναι ανθεκτικός στις ασθένειες: Mε τους εμβολιασμούς τα παιδιά γίνονται απρόσβλητα από πολλές παιδικές αρρώστιες. 2. που δεν τον έχουν προσβάλει1 ή που δεν έχει προσβληθεί: Ενίσχυσαν τα σημεία των τειχών που είχαν μείνει απρόσβλητα.

[λόγ. < ελνστ. ἀπρόσβλητος `που δεν μπορείς να του επιτεθείς΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες