Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποστραγγιστικός -ή -ό [apostrangistikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αποστράγγιση, που χρησιμοποιείται για αποστράγγιση: Aποστραγγιστικά έργα. Aποστραγγιστικό δίκτυο, χαντάκια ή σωληνώσεις που συλλέγουν τα νερά. Aποστραγγιστικό σύστημα, το σύνολο των τεχνικών έργων με τα οποία γίνεται η αποστράγγιση.
[λόγ. αποστραγγισ- (αποστραγ γίζω) -τικός]