Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αποκαλυπτικός -ή -ό"
1 εγγραφή
αποκαλυπτικός -ή -ό [apokaliptikós] Ε1 : 1.που αποκαλύπτει, που ξεσκεπάζει κτ.: α. που κρατιέται κρυφό, μυστικό: H μαρτυρία του υπήρξε αποκαλυπτική για την υπόθεση. Ο βουλευτής έκανε αποκαλυπτικές δηλώσεις στον τύπο / στην τηλεόραση. β. που κανονικά θα έπρεπε να είναι καλυμμένο· τολμηρός: H κοπέλα φορούσε ένα αποκαλυπτικότατο μπλουζάκι / φόρεμα / ντεκολτέ. 2. που κάνει γνωστό κτ.: H δήλωση ήταν αποκαλυπτική των προθέσεών του. 3. (εκκλ.) Aποκαλυπτική γραμματεία / φιλολογία, σύνολο βιβλίων ιουδαϊκών και χριστιανικών που περιέχουν θείες αποκαλύψεις, κυρίως για το μέλλον της ανθρωπότητας. αποκαλυπτικά ΕΠIΡΡ κατά τρόπο που αποκαλύπτει: H ομιλία του θα είναι ~ τολμηρή.

[λόγ.: 1α, 2: ελνστ. ἀποκαλυπτικός· 1β: σημδ. αγγλ. revealing· 3: αγγλ. apo calyptic < ελνστ. ἀποκαλυπτικός (σύγκρ. αποκάλυψη)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες